τουρτούρισμα

τουρτούρισμα
το дрожь, озноб (от холода)'

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "τουρτούρισμα" в других словарях:

  • τουρτούρισμα — το, ατος ρίγος από κρύο ή φόβο ή πυρετό, τρεμούλιασμα: Χτυπούν τα δόντια του απ το τουρτούρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τουρτούρισμα — το, Ν [τουρτουρίζω] το ρίγος, το τρεμούλιασμα από το κρύο …   Dictionary of Greek

  • τούρτουρο,το — τούρτουρο, το τουρτούρισμα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρικίαση — η ρίγος που οφείλεται σε αίτια φυσικά (ψύχος) ή ψυχικά (φόβος, χαρά, συγκίνηση) ή σε παθολογικές καταστάσεις (πυρετός), κρυάδα, ανατριχίλα, σύγκρυο, τουρτούρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»